- εκτελώνιση
- ητο σύνολο των νόμιμων διατυπώσεων για την παραλαβή ή εξαγωγή εμπορευμάτων από το τελωνείο, εκτελωνισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκτελώνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελωνίζω, ο εκτελωνισμός, το σύνολο τών διατυπώσεων που ορίζουν οι νόμοι μέ τις οποίες εξάγωμε και παραλαμβάνουμε εμπορεύματα από το τελωνείο … Dictionary of Greek
εκτελωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτελωνισμό, στην εκτελώνιση («εκτελωνιστικές εργασίες») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκτελωνιστικά τα έξοδα για την εκτελώνιση και ειδικά η αμοιβή τού εκτελωνιστή … Dictionary of Greek
εκτελωνιστικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτελώνιση εμπορευμάτων: Εκτελωνιστικό γραφείο. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκτελωνιστικά η αμοιβή του εκτελωνιστή για την εκτελώνιση εμπορευμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτελωνισμός — Το σύνολο των διαδικασιών και ενεργειών που απαιτούνται από τον νόμο, για την εισαγωγή προϊόντων από ξένη χώρα, μέσω τελωνείου. Στόχος των διαδικασιών και ενεργειών αυτών είναι –κατά κύριο λόγο– η είσπραξη των δασμών που έχει καθορίσει η πολιτεία … Dictionary of Greek
εκτελωνισμός — ο η εκτελώνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)